Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: konsequent , Konsequenz και Convenience

konsequent [kɔnzeˈkvɛnt] ΕΠΊΘ

1. konsequent (folgerichtig):

Convenience <-, -s> [kənˈviːnjəns] SUBST θηλ ΟΙΚΟΝ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский