Ελληνικά » Γερμανικά

επίμον|ος <-η, -ο> [ɛˈpimɔnɔs] ΕΠΊΘ

επίμονος
επίμονος (διαρκής)

Παραδειγματικές φράσεις με επίμονος

επίμονος διαχωρισμός ΓΕΝΕΤ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский