Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δραστικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δραστικ|ός <-ή, -ό> [ðrastiˈkɔs] ΕΠΊΘ

2. δραστικός (φάρμακο, μέσο):

δραστικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский