Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ουσία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ουσία [uˈsia] SUBST θηλ

1. ουσία (ύλη):

ουσία
Stoff αρσ
ουσία
Substanz θηλ
reine Substanz θηλ
Reinsubstanz θηλ
βλαβερή ουσία
Schadstoff αρσ
θρεπτική ουσία
Nährstoff αρσ
Krebserreger αρσ
ρυπαντική ουσία
Schadstoff αρσ
τοξική ουσία
Giftstoff αρσ
φαιά/λευκή ουσία ΑΝΑΤ
χημική ουσία

2. ουσία (πραγματική υπόσταση ενός πράγματος):

ουσία
Wesen ουδ

3. ουσία (το κυριότερο στοιχείο):

ουσία
Wesentliches ουδ

4. ουσία (προβλήματος):

ουσία
Kern αρσ

5. ουσία μτφ (περιεχόμενο):

ουσία
Essenz θηλ

6. ουσία (νοστιμάδα):

ουσία
Geschmack αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский