Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ευκολία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ευκολία [ɛfkɔˈlia] SUBST θηλ

1. ευκολία (έλλειψη δυσκολιών):

ευκολία
Leichtigkeit θηλ
με (μεγάλη) ευκολία

2. ευκολία (διευκόλυνση):

ευκολία
Erleichterung θηλ

3. ευκολία (υπηρεσία, χάρη):

ευκολία
Gefälligkeit θηλ
δάνειο ουδ ευκολίας ΟΙΚΟΝ, ΝΟΜ

Παραδειγματικές φράσεις με ευκολία

με (μεγάλη) ευκολία

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский