Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ausfallen και ausfallend

aus|fallen irr VERB αμετάβ +sein

2. ausfallen (nicht stattfinden):

4. ausfallen (fehlen):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский