Γερμανικά » Ελληνικά

Saus [zaʊs] SUBST αρσ

sausen [ˈzaʊzən] VERB αμετάβ

1. sausen (Wind):

2. sausen (Ohren):

3. sausen (schnell laufen):

4. sausen (Phrasen):

sausen lassen οικ (Plan, Freund)

Παραδειγματικές φράσεις με Saus

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"Saus" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский