Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παρατώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παρατ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [paraˈtɔ] VERB μεταβ

1. παρατώ (φίλο, σύζυγο):

παρατώ

2. παρατώ (υπόθεση, παλιό αυτοκίνητο):

παρατώ

Παραδειγματικές φράσεις με παρατώ

παρατώ κάτι
τα παρατώ
παρατώ το κάπνισμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский