Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βουΐζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βουΐ|ζω <-σα [ή -ξα] > [vuˈizɔ]

1. βουΐζω (ενοχλητικά: μηχανές):

βουΐζω

2. βουΐζω (υπόκωφα):

βουΐζω

3. βουΐζω (μέλισσα):

βουΐζω

4. βουΐζω (άνεμος, θάλασσα):

βουΐζω

5. βουΐζω (αφτιά):

βουΐζω

6. βουΐζω (πλήθος ανθρώπων):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский