Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βουή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βουή

βουή s. βοή

Βλέπε και: βοή

βοή [vɔˈi], βουή [vuˈi] SUBST θηλ

1. βοή (ενοχλητικός θόρυβος: μηχανών, από πονοκέφαλο):

Dröhnen ουδ

2. βοή (υπόκωφος και συνεχής ήχος χαμηλής έντασης):

Brummen ουδ

3. βοή (μέλισσας):

Summen ουδ

4. βοή (ανέμου, θάλασσας):

Brausen ουδ

5. βοή (από πλήθος ανθρώπων):

Lärm αρσ

βοή [vɔˈi], βουή [vuˈi] SUBST θηλ

1. βοή (ενοχλητικός θόρυβος: μηχανών, από πονοκέφαλο):

Dröhnen ουδ

2. βοή (υπόκωφος και συνεχής ήχος χαμηλής έντασης):

Brummen ουδ

3. βοή (μέλισσας):

Summen ουδ

4. βοή (ανέμου, θάλασσας):

Brausen ουδ

5. βοή (από πλήθος ανθρώπων):

Lärm αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский