Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σφυρίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . σφυρί|ζω <-ξα> [sfiˈrizɔ] VERB αμετάβ

σφυρίζω

II . σφυρί|ζω <-ξα> [sfiˈrizɔ] VERB μεταβ

1. σφυρίζω (ηθοποιό κτλ: αποδοκιμάζω):

σφυρίζω

2. σφυρίζω μτφ (φανερώνω):

σφυρίζω
σφυρίζω κάτι σε κάποιον

Παραδειγματικές φράσεις με σφυρίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский