Kurze(r) <-n, -n> SUBST αρσ οικ (Kurzschluss)
-
- βραχυκύκλωμα ουδ
I. kurz <kürzer, kürzeste> [kʊrts] ΕΠΊΘ
II. kurz <kürzer, kürzeste> [kʊrts] ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.