Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: greis , greifbar , grell , Greis και Greif

greis [graɪs] ΕΠΊΘ τυπικ

Greif <-(e)s, -e(n)> SUBST αρσ

Greis(in) <-es, -e> [graɪs] SUBST αρσ(θηλ)

γέρος αρσ (γριά) θηλ

grell [grɛl] ΕΠΊΘ

2. grell (Farbe):

3. grell (Stimme, Schrei):

greifbar ΕΠΊΘ

1. greifbar (zur Hand):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский