Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χειροπιαστός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χειροπιαστ|ός <-ή, -ό> [çirɔpçasˈtɔs] ΕΠΊΘ

1. χειροπιαστός (αισθητός):

χειροπιαστός

2. χειροπιαστός (ολοφάνερος):

χειροπιαστός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский