Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: fluchtartig , flüchtig , Überlebenstraining , Flüchtling και Training

Training <-s, -s> [ˈtrɛːnɪŋ] SUBST ουδ mst ενικ

Flüchtling <-s, -e> SUBST αρσ

flüchtig [ˈflʏçtɪç] ΕΠΊΘ

3. flüchtig (oberflächlich):

4. flüchtig ΧΗΜ:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский