Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πτητικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πτητικ|ός <-ή, -ό> [ptitiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. πτητικός (σχετικός με την πτήση):

πτητικός
Flug-

2. πτητικός (ουσία):

πτητικός
είμαι πτητικός
πολύ πτητικός
flüchtige Bestandteile αρσ πλ

Παραδειγματικές φράσεις με πτητικός

είμαι πτητικός
πολύ πτητικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский