Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πτηνό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πτηνό [ptiˈnɔ] SUBST ουδ

πτηνό
Vogel αρσ
αρπακτικό πτηνό
Raubvogel αρσ
σποροφάγο πτηνό
υδρόβιο πτηνό
Wasservogel αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με πτηνό

ελόβιο πτηνό
Sumpfvogel αρσ
Raubvogel αρσ
υδρόβιο πτηνό

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский