Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: zwangsläufig , Zwangsläufigkeit και zwangsräumen

I . zwangsläufig ΕΠΊΘ

II . zwangsläufig ΕΠΊΡΡ

Zwangsläufigkeit <-, -en> ΟΥΣ θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina