Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: stoisch , stolz και Stola

Stola <-, Stolen> [ˈʃtoːla, ˈstoːla] ΟΥΣ θηλ

étole θηλ

stolz [ʃtɔlts] ΕΠΊΘ

1. stolz:

3. stolz (hochmütig, anmaßend):

orgueilleux(-euse)

4. stolz τυπικ (erhebend):

5. stolz (imposant):

majestueux(-euse)

6. stolz οικ (beträchtlich):

I . stoisch [ˈʃtoːɪʃ, ˈstoːɪʃ] τυπικ ΕΠΊΘ

II . stoisch [ˈʃtoːɪʃ, ˈstoːɪʃ] τυπικ ΕΠΊΡΡ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina