Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: emporlodern , emporblicken , emporsteigen , emporheben και emporragen

empor|heben ΡΉΜΑ μεταβ ανώμ τυπικ

I . empor|steigen ανώμ τυπικ ΡΉΜΑ αμετάβ +sein

1. emporsteigen Rauch, Gebete, Nebel:

2. emporsteigen μτφ:

II . empor|steigen ανώμ τυπικ ΡΉΜΑ μεταβ +sein

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina