Γερμανικά » Γαλλικά

Μεταφράσεις για „s'altérer“ στο λεξικό Γερμανικά » Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά » Γερμανικά)

Ältere(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ

1. Ältere(r) Pl (älterer Mensch):

2. Ältere(r) (erstgeborenes, früher geborenes Kind):

l'ainé(e) (l'aîné(e))

3. Ältere(r) (Senior):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina