Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: affektiert , affig και Affäre

Affäre <-, -n> [aˈfɛːrə] ΟΥΣ θηλ

1. Affäre (Angelegenheit):

affaire θηλ

2. Affäre (Liebesabenteuer):

aventure θηλ

ιδιωτισμοί:

I . affig μειωτ οικ ΕΠΊΘ

II . affig μειωτ οικ ΕΠΊΡΡ

I . affektiert [afɛkˈtiːɐt] μειωτ ΕΠΊΘ

II . affektiert [afɛkˈtiːɐt] μειωτ ΕΠΊΡΡ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina