Γερμανικά » Γαλλικά

Μεταφράσεις για „reindürfen“ στο λεξικό Γερμανικά » Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά » Γερμανικά)

rein|dürfen ΡΉΜΑ αμετάβ ανώμ οικ

1. reindürfen (hineingehen dürfen):

reindürfen

2. reindürfen (hineingetan werden dürfen):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina