Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: pusten , pushen , Pustel και Puste

I . pusten [ˈpuːstən] ΡΉΜΑ αμετάβ οικ

1. pusten (blasen):

2. pusten (keuchen):

II . pusten [ˈpuːstən] ΡΉΜΑ μεταβ οικ

Puste <-; χωρίς πλ> [ˈpuːstə] ΟΥΣ θηλ οικ

Pustel <-, -n> [ˈpʊstəl] ΟΥΣ θηλ

pustule θηλ

I . pushen [ˈpʊʃən] ΡΉΜΑ μεταβ αργκ

2. pushen (mit Drogen handeln):

dealer οικ

II . pushen [ˈpʊʃən] ΡΉΜΑ αμετάβ αργκ

dealer οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina