Γαλλικά » Γερμανικά

métisse [metis] ΟΥΣ θηλ

métisse
Mischling αρσ

métisser [metise] ΡΉΜΑ μεταβ

1. métisser (unir par métissage):

2. métisser (croiser):

Mischling αρσ
Kreuzung θηλ

métis <πλ métis> [metis] ΟΥΣ αρσ

1. métis (personne):

Mischling αρσ

2. métis (tissu):

Mischgewebe ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με métisse

Mischling αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "métisse" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina