Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: kauern , kapern , Kaper , Kater και Kader

kapern [ˈkaːpɐn] ΡΉΜΑ μεταβ

1. kapern:

2. kapern οικ (für sich gewinnen):

[sich δοτ] jdn kapern

I . kauern [ˈkaʊɐn] ΡΉΜΑ αμετάβ +sein

II . kauern [ˈkaʊɐn] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα +haben

Kaper <-, -n> [ˈkaːpɐ] ΟΥΣ θηλ

câpre θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina