Γερμανικά » Γαλλικά

I . flüssig [ˈflʏsɪç] ΕΠΊΘ

2. flüssig (fließend):

ιδιωτισμοί:

être en fondssec οικ

II . flüssig [ˈflʏsɪç] ΕΠΊΡΡ

Flüssig-Make-up ΟΥΣ ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με flüssiger

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina