Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: erneuerbar , erneut , erneuern και Erneuerer

erneuerbar [ɛɐˈnɔɪɐbaːɐ] ΕΠΊΘ

1. erneuerbar (austauschbar):

2. erneuerbar ΟΙΚΟΛ, ΒΙΟΛ:

erneuern* ΡΉΜΑ μεταβ

2. erneuern (renovieren):

I . erneut [ɛɐˈnɔɪt] ΕΠΊΘ προσδιορ

II . erneut [ɛɐˈnɔɪt] ΕΠΊΡΡ

Erneuerer (Erneuerin) <-s, -> ΟΥΣ αρσ (θηλ)

rénovateur(-trice) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina