Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ekelhaft , engelhaft , onkelhaft , wechselhaft , Geiselhaft και dünkelhaft

I . ekelhaft ΕΠΊΘ

2. ekelhaft οικ (heftig):

affreux(-euse)

II . ekelhaft ΕΠΊΡΡ

2. ekelhaft οικ (unangenehm):

onkelhaft [-haft] μειωτ ΕΠΊΘ

I . dünkelhaft ΕΠΊΘ μειωτ

II . dünkelhaft ΕΠΊΡΡ μειωτ

Geiselhaft ΟΥΣ θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina