Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: lästerlich , österlich , meisterlich και klösterlich

I . österlich [ˈøːstɐlɪç] ΕΠΊΘ

II . österlich [ˈøːstɐlɪç] ΕΠΊΡΡ

klösterlich [ˈkløːstɐlɪç] ΕΠΊΘ

2. klösterlich (Klöstern/einem bestimmten Kloster gehörend):

meisterlich

meisterlich → meisterhaft

Βλέπε και: meisterhaft

I . meisterhaft ΕΠΊΘ

II . meisterhaft ΕΠΊΡΡ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina