Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „aufbekommen“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

auf|be·kom·men* ΡΉΜΑ μεταβ ανώμ οικ

1. aufbekommen (öffnen):

etw aufbekommen

2. aufbekommen (zu erledigen erhalten):

etw aufbekommen
wir haben heute sehr viel aufbekommen

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

wir haben heute sehr viel aufbekommen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"aufbekommen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文