Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „abkönnen“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

ab|kön·nen ΡΉΜΑ μεταβ ανώμ οικ

1. abkönnen (leiden können):

jdn/etw nicht abkönnen

2. abkönnen (vertragen):

nichts/nicht viel abkönnen

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

nichts/nicht viel abkönnen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"abkönnen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文