Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: temporaire , intemporalité και temporal

temporaire [tɑ͂pɔʀɛʀ] ΕΠΊΘ

2. temporaire (passager):

temporal(e) <-aux> [tɑ͂pɔʀal, o] ΕΠΊΘ

Schläfen-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "temporalité" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina