Γαλλικά » Γερμανικά

I . emboiterNO [ɑ͂bwate], emboîterOT ΡΉΜΑ μεταβ

II . emboiterNO [ɑ͂bwate], emboîterOT ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με s'emboîter

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
Il se composait de 5 boîtes de jeu de société à construire qui peuvent s'emboîter les unes aux autres.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina