Γαλλικά » Γερμανικά

I . emboiterNO [ɑ͂bwate], emboîterOT ΡΉΜΑ μεταβ

emboiter
emboiter
emboiter

II . emboiterNO [ɑ͂bwate], emboîterOT ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με emboiter

emboiter (emboîter) le pas de qn

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
Par exemple, un rodage 14/20 mâle pourra s'emboiter dans un rodage 14/23 femelle.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina