Γαλλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „s'ériger“ στο λεξικό Γαλλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Γαλλικά)

I . ériger [eʀiʒe] ΡΉΜΑ μεταβ τυπικ

1. ériger (dresser, élever):

2. ériger ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ:

II . ériger [eʀiʒe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα τυπικ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
Les maçons la nomment "construction pauvre" car ces types d'édifices se dotent de tous les matériaux à disposition pour s'ériger.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina