Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: moderne , moderniser , modernité , modérer , modérément , moderniste και modernisme

II . moderne [mɔdɛʀn] ΟΥΣ αρσ

1. moderne ΤΈΧΝΗ:

Moderne θηλ

2. moderne ΛΟΓΟΤ:

I . moderniser [mɔdɛʀnize] ΡΉΜΑ μεταβ

modernité [mɔdɛʀnite] ΟΥΣ θηλ

II . modérer [mɔdeʀe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

modernisme [mɔdɛʀnism] ΟΥΣ αρσ

I . moderniste [mɔdɛʀnist] ΕΠΊΘ

II . moderniste [mɔdɛʀnist] ΟΥΣ αρσ θηλ

Modernist(in) αρσ (θηλ)

modérément [mɔdeʀemɑ͂] ΕΠΊΡΡ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina