Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: correcteur , torrentiel , arrêter , torréfier και correctif

correcteur [kɔʀɛktœʀ] ΟΥΣ αρσ

1. correcteur (personne qui corrige):

Korrektor αρσ

2. correcteur (dispositif, circuit):

Regler αρσ

3. correcteur Η/Υ:

Rechtschreib-/Grammatikprüfung θηλ

ιδιωτισμοί:

torrentiel(le) [tɔʀɑ͂sjɛl] ΕΠΊΘ

correctif [kɔʀɛktif] ΟΥΣ αρσ

2. correctif (rectificatif):

torréfier [tɔʀefje] ΡΉΜΑ μεταβ

arrêter

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina