Γαλλικά » Γερμανικά

fesse [fɛs] ΟΥΣ θηλ

ιδιωτισμοί:

avoir qn aux fesses οικ
serrer les fesses οικ
Bammel haben οικ

tire-fesseNO <tire-fesses> [tiʀfɛs], tire-fessesOT ΟΥΣ αρσ οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina