Γαλλικά » Γερμανικά

ensoleillé(e) [ɑ͂sɔleje] ΕΠΊΘ

ensoleiller [ɑ͂sɔleje] ΡΉΜΑ μεταβ

Παραδειγματικές φράσεις με ensoleillée

journée ensoleillée

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "ensoleillée" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina