Γαλλικά » Γερμανικά

broche [bʀɔʃ] ΟΥΣ θηλ

1. broche (bijou):

Brosche θηλ
Anstecknadel θηλ

3. broche ΙΑΤΡ:

Stift αρσ
Nagel αρσ

broché [bʀɔʃe] ΟΥΣ αρσ ΚΛΩΣΤ

Broché αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με brochée

édition brochée

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina