Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: schlague , désobliger και affliger

schlague [ʃlag] ΟΥΣ θηλ

1. schlague ΙΣΤΟΡΊΑ, ΣΤΡΑΤ:

2. schlague μτφ:

jdm das Leder gerben οικ

I . affliger [afliʒe] ΡΉΜΑ μεταβ λογοτεχνικό

II . affliger [afliʒe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα λογοτεχνικό

désobliger [dezɔbliʒe] ΡΉΜΑ μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina