I.sing <παρελθ sang, μετ παρακειμ sung> [αμερικ sɪŋ, βρετ sɪŋ] ΡΉΜΑ αμετάβ
1.1. sing person/bird:
II.sing <παρελθ sang, μετ παρακειμ sung> [αμερικ sɪŋ, βρετ sɪŋ] ΡΉΜΑ μεταβ
1. sing song/tune/chorus:
- a sung mass
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.