qualifying στο Oxford Spanish Dictionary

Μεταφράσεις για qualifying στο λεξικό Αγγλικά»Ισπανικά (Μετάβαση προς Ισπανικά»Αγγλικά)

II.qualify <qualifies qualifying qualified> [αμερικ ˈkwɑləˌfaɪ, βρετ ˈkwɒlɪfʌɪ] ΡΉΜΑ αμετάβ

1. qualify (gain professional qualification):

recibirse λατινοαμερ
recibirse de algo λατινοαμερ
espera recibirse de arquitecto el año que viene λατινοαμερ

Μεταφράσεις για qualifying στο λεξικό Ισπανικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ισπανικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
qualifying προσδιορ
qualifying round
qualifying competition
qualifying adjective
qualifying προσδιορ
qualifying προσδιορ
qualifying προσδιορ
qualifying game
qualifying competition
Olympic qualifying competition

qualifying στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για qualifying στο λεξικό Αγγλικά»Ισπανικά (Μετάβαση προς Ισπανικά»Αγγλικά)

Μεταφράσεις για qualifying στο λεξικό Ισπανικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ισπανικά)

qualifying Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

qualifying round
Αμερικανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | 中文