I.hook up ΡΉΜΑ [αμερικ hʊk -, βρετ hʊk -] (v + o + adv, v + adv + o)
2. hook up (connect, link):
- hook up
II.hook up ΡΉΜΑ [αμερικ hʊk -, βρετ hʊk -] (v + adv)
2. hook up (become associated):
- hook up αμερικ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.