I.delay [αμερικ dəˈleɪ, βρετ dɪˈleɪ] ΡΉΜΑ μεταβ
1.1. delay (make late, hold up):
2.1. delay (defer):
- demorar λατινοαμερ
II.delay [αμερικ dəˈleɪ, βρετ dɪˈleɪ] ΡΉΜΑ αμετάβ
III.delay [αμερικ dəˈleɪ, βρετ dɪˈleɪ] ΟΥΣ
1.2. delay C (holdup):
- retraso αρσ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.