Αγγλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „spender“ στο λεξικό Αγγλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Αγγλικά)

spend·er [ˈspendəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

to be a big spender οικ
to be a spender on sth
Geld für etw αιτ springen lassen οικ
to be a [big/low] spender

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "spender" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文