Αγγλικά » Γερμανικά

for·bore [fɔ:ˈbɔ:ʳ, αμερικ fɔ:rˈbɔ:r] ΡΉΜΑ

forbore παρελθ of forbear

Βλέπε και: forbear , forbear

for·bear2 ΟΥΣ usu pl

forbear → forebears

II . for·bear1 <forbore, forborne> [fɔ:ˈbeəʳ, αμερικ fɔ:rˈber] ΡΉΜΑ μεταβ τυπικ dated

II . for·bear1 <forbore, forborne> [fɔ:ˈbeəʳ, αμερικ fɔ:rˈber] ΡΉΜΑ μεταβ τυπικ dated

for·bear2 ΟΥΣ usu pl

forbear → forebears

Βλέπε και: forebears

fore·bears [ˈfɔ:ʳbeəʳs, αμερικ ˈfɔ:rbers] ΟΥΣ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Αγγλικά
Harbinger repeatedly forbore from enforcing its rights, not surprisingly exacting a price for doing so.
www.mondaq.com

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文