Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια:

verwenden στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για verwenden στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά

underwent → undergo

Βλέπε και: undergo

undergo <απλ παρελθ underwent; μετ παρακειμ undergone> [βρετ ʌndəˈɡəʊ, αμερικ ˌəndərˈɡoʊ] ΡΉΜΑ μεταβ

verwenden στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για verwenden στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά

Βλέπε και: dependant

Αμερικανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski