I.drill [βρετ drɪl, αμερικ drɪl] ΟΥΣ
3. drill (practice):
II.drill [βρετ drɪl, αμερικ drɪl] ΡΉΜΑ μεταβ
1. drill:
III.drill [βρετ drɪl, αμερικ drɪl] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. drill (in wood, metal, masonry):
- drill ΟΔΟΝΤ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.